.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Τη δεκαετία του 1990, η λαϊκή δυσαρέσκεια έφερε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες σοσιαλδημοκρατικές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις στην εξουσία. Έγινε γρήγορα αντιληπτό, όμως, ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που ηγούνταν των κυβερνήσεων αυτών είχαν σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει τον πυρήνα των νεοφιλελεύθερων προτάξεων των προκατόχων τους. Παρά τις επιμελείς προσπάθειες των ηγεσιών να διαχωρίσουν τη θέση τους από το «κοινωνικά ανάλγητο» πρόσωπο του Θατσερικού νεοφιλελευθερισμού της δεκαετίας του 1980, και τις συνεχιζόμενες υποσχέσεις για «κοινωνική ευαισθησία», οι βασικοί άξονες των πολιτικών που ακολουθούνται αντανακλούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές προτεραιότητες: την ανάγκη ιδιωτικοποιήσεων και την περιστολή του Κράτους Πρόνοιας, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την εξάπλωση «ευέλικτων μορφών», τον περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης και την αντικατάσταση των τριτοβάθμιων συλλογικών διαπραγματεύσεων με τοπικά «σύμφωνα εργασίας», κ.λπ. Η έμπρακτη εγκατάλειψη των νεοκεϋνσιανών συνταγών της προηγούμενης περιόδου συνιστά βαθιά και καθοριστική αλλαγή στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική στρατηγική. Όμως δεν είναι η πρώτη.
Στον αιώνα αυτό είχαμε τουλάχιστον δυο ακόμη παρόμοιας έκτασης και βάθους πολιτικο-ιδεολογικές μεταλλαγές, που συντελέστηκαν κατά την περίοδο των δυο παγκοσμίων πολέμων. Η πρώτη έγινε σαφής αρκετά χρόνια πριν το ξέσπασμα του Α’, και η δεύτερη λίγο μετά τον Β’. Επιχειρώντας να συνεισφέρει στο στόχο του περάσματος από την κοινωνιολογία της πολιτικής στην πολιτική κοινωνιολογία των εργατικών κινημάτων, το άρθρο αυτό καταγράφει τα τρία αυτά κομβικά σημεία στην εξέλιξη των πολιτικών στρατηγικών της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας κατά τον αιώνα που μας αφήνει. Συγκεκριμένα, το πέρασμα

(α) από τον επαναστατικό Μαρξισμό στο μεταρρυθμιστικό κρατισμό
(β) από τον κρατισμό στο συνδυασμό Κράτους Πρόνοιας και ελεγχόμενης στήριξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (ή κοινωνικό καπιταλισμό), και, τέλος,
(γ) από τον κοινωνικό καπιταλισμό στο σύγχρονο -συγκαλυμμένο- σοσιαλιστικό μονεταρισμό.

      Το άρθρο τελειώνει με μερικές πρώτες σκέψεις αναφορικά με τις επιπτώσεις της τελευταίας στροφής που, τον καιρό της συγγραφής του, βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.
      Βασικό σημείο είναι πως τα εργατικά στρώματα που για δεκαετίες θεωρούσαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα «δικά τους», μόνο πρόσφατα αρχίζουν να συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις της τελευταίας αλλαγής. Όπως έγραψε ο Ralph Miliband σε ένα από τα τελευταία κείμενά του, είναι επίσης γεγονός ότι η παρατεινόμενη αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας να προβάλει συνολικές εναλλακτικές προτάσεις ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την «άνθιση πλειάδας γνώριμων δηλητηριωδών παρασίτων που αναφύονται στην καπιταλιστική ζούγκλα: ρατσισμός, ξενοφοβία, αντι-σημιτισμός, εθνικά μίση, φονταμενταλισμός, μισαλλοδοξία». Αν και η πορεία προς το μέλλον είναι δύσκολη και άδηλη, δεν είναι λίγοι αυτοί που προβλέπουν, μαζί με το «τέλος της ιστορίας», και κονιορτοποίηση της πολιτικής.
      Όπως, όμως, είθισται να λέγεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, έχει ο καιρός γυρίσματα.


Νεότερη (και ελαφρώς εκτενέστερη) εκδοχή του αρκούντος προφητικού αυτού άρθρου συμπεριλαμβάνεται στον υπό έκδοσή τόμο Πολιτική χωρίς αναγωγισμούς (Κεφάλαιο 1).